"Ο ψεύτης παππούς"
ΗΜΟΥΝ ΔΕΚΑΤΡΙΩΝ ΧΡΟΝΩΝ. . .
Τον τελευταίο καιρό η Βαλύρα υπέφερε από τη ζέστη. Ο καύσωνας είχε παραλύσει όλο το χωριό της Μεσσηνίας και σίγουρα αυτό, δε θα συνέβαινε μόνο σ' αυτήν την περιοχή. . .
Κι ενώ στη Βαλύρα όλοι εύχονταν να προχωρήσει ο χρόνος και να βρεθούν δίπλα στο αναμμένο τζάκι τους, μέσα στο κρύο του χειμώνα, πέρα από την Πελοπόννησο, στην Αθήνα, μέσα σ' ένα διαμέρισμα, ο κύριος Σπύρος, ένας παππούς γύρω στα εβδομήντα, ήταν καρφωμένος πάνω από ένα μικρό γραφείο στην άκρη του σαλονιού του κι έγραφε. . . έγραφε. . . έγραφε. Σίγουρα θα αναρωτιέστε τι ήταν αυτό που έγραφε. Βλέπετε, ο κύριος Σπύρος ήταν συνταξιούχος ηθοποιός ο οποίος, παρόλο την ηλικία του, δεν είχε εγκαταλείψει τη δουλειά του. Κάθε καλοκαίρι, έκανε την "περιοδεία" του σε διάφορα χωριά της Ελλάδας, όπου και συναντούσε πολλά παιδάκια με τα οποία οργάνωνε και έπαιζε ένα θεατρικό έργο στο προαύλιο κανενός σχολείου ή στην πλατεία του χωριού τους. Φυσικά τα θεατρικά έργα που ανέβαζαν τα έγραφε ο ίδιος ο κύριος Σπύρος. Κι αυτό έκανε και τώρα, καρφωμένος πάνω στο γραφείο του, γεμίζοντας τις σελίδες με μελάνι. Έγραφε θεατρικά έργα για να μπορέσει να πει μέσα από αυτά τι ένιωθε. . .
Το παράξενο με τον κύριο Σπύρο ήταν ότι ποτέ δεν επέλεγε να πάει στις πόλεις για παράσταση.
" Οι άνθρωποι των πόλεων δεν ξέρουν πια τι σημαίνει πραγματικά η λέξη ΄΄θέατρο΄΄", έλεγε πολλές φορές στο μικρό εγγονάκι του.
Τα μέρη φυσικά που επέλεγε να πάει, ποτέ δεν ήταν τα ίδια. Ένα μόνο μέρος ήταν σίγουρο ότι θα πήγαινε κάθε χρόνο: τη Βαλύρα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά στα παιδιά της Βαλύρας είχε μια ιδιαίτερη συμπάθεια. Όμως κι αυτά τον αγαπούσαν. Το ΄΄ραντεβού΄΄ τους ήταν προκαθορισμένο: τέλη Ιουνίου με αρχές Ιουλίου, όχι περισσότερο.
Πέρυσι όμως, και προς έκπληξη όλων, ο κύριος Σπύρος δεν εμφανίστηκε στο χωριό της Βαλύρας. Τα παιδιά ανησύχησαν πολύ. Του έστειλαν μάλιστα γράμμα, να τον ρωτήσουν τι προέκυψε και δεν ήρθε:
Αγαπητέ Σπύρο,
. . . Τι σου συνέβη;. . .
. . . Δε θα ξανάρθεις ποτέ;. . .
. . . Κάναμε κάτι που σε πείραξε;. . .
Αυτά και πολλά άλλα τέτοια ερωτήματα τον ρώτησαν σ' εκείνο το γράμμα τα οποία, μόνο σε παιδιά της Α΄ Γυμνασίου δεν ταίριαζαν. Παρόλα αυτά όμως, ο κύριος Σπύρος τους θεωρούσε πολύ ώριμους για την ηλικία τους. Αυτός ήταν κι ο λόγος που τους είχε προστάξει να του μιλάνε στον ενικό, όπως φάνηκε κι από το γράμμα τους. Και από τη μεριά του, ήθελε κι αυτός να τους κάνει να νιώθουν μεγάλοι. Γιατί, σύμφωνα με αυτόν τα παιδιά, πρέπει. . . "να ωριμάζουν από τη μικρή τους ηλικία, γιατί έτσι μόνο θα συνειδητοποιήσουν τι υπάρχει έξω από το κατώφλι του σπιτιού τους, όπως και το πώς θα μάθουν να συμπεριφέρονται, όταν θα βγουν έξω από αυτό. . . ".
Ο κύριος Σπύρος δεν απάντησε αμέσως σ' εκείνο το γράμμα. Η απάντησή του ήρθε τον επόμενο Μάιο, μ' ένα γράμμα του, το οποίο, για τα συγκεκριμένα παιδιά, σήμαινε την αρχή του καλοκαιριού, της πιο ωραίας εποχής γι' αυτά, κι αυτό όχι επειδή έκλειναν τα σχολεία ή επειδή θα άρχιζαν τα μπάνια στις πανέμορφες παραλίες της Καλαμάτας, αλλά γιατί τότε θα ερχόταν ο κύριος Σπύρος να ανεβάσουν το θεατρικό τους:
Αγαπητά μου παιδιά,
. . .Περιμένετέ με στο προαύλιο του σχολείου σας,
στις είκοσι εννιά Ιουνίου και ώρα 7μ.μ., για να μην κάνει
τόση ζέστη, γιατί δεν ξέρω για εσάς, αλλά εδώ, στην Αθήνα,
ήμασταν που ήμασταν με τα καυσαέρια, τώρα και με τους
καύσωνες, κοντεύουμε να πεθάνουμε. Αν δείτε ένα γέρο με
ρυτίδες και γένια να πλησιάζει, μη φοβηθείτε, εγώ θα είμαι. . .
Κι έτσι έγινε. Εκείνη τη μέρα, στις είκοσι εννιά Ιουνίου και ώρα εφτά το απόγευμα, τα παιδιά, καθισμένα στη μάντρα του προαυλίου του σχολείου τους, είδαν εκείνον το γέρο με τα γένια και τις ρυτίδες να φτάνει και, όχι μόνο δε φοβήθηκαν, αλλά έτρεξαν να τον χαιρετήσουν και να τον αγκαλιάσουν.
- Τι κάνεις Σπύρο; τον ρωτούσαν. Ανυπομονούσαμε να έρθει αυτή η μέρα. Μα, τι σου συνέβη και δεν εμφανίστηκες πέρυσι;
Αυτός δεν τους απαντούσε για πολύ ώρα, παρά τους χαμογελούσε. Του άρεσε να τα βλέπει ευτυχισμένα. Τα χαμόγελα στα πρόσωπά τους και η λάμψη των προσώπων τους, έκαναν τα μάτια του κύριου Σπύρου να μην κρατηθούν και να μην μπορούν να συγκρατήσουν ένα δάκρυ που κύλησε πάνω στο ζαρωμένο πρόσωπό του, το οποίο το εξαφάνισε αμέσως από το μάγουλό του με το χέρι του. Ύστερα μίλησε:
- Είχα ένα πρόβλημα υγείας και δεν μπορούσα να πάω πουθενά, έτσι με είχε συμβουλέψει ο γιατρός. Πάντως μην ανησυχείτε. Τώρα πέρασε.
Ήταν ψέμα. Φαινόταν από το πρόσωπό του. Παρόλο που ήταν χαμογελαστός, στο βλέμμα του φαινόταν το ψέμα. Αν και ηθοποιός, ο κύριος Σπύρος δεν μπόρεσε ποτέ στη ζωή του να προσποιηθεί για θέματα υγείας και στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά όσο τα παρουσίαζε. Ο κύριος Σπύρος είχε πρόβλημα με την καρδιά του και, δεν το είχε ξεπεράσει ακόμα, πράγμα που τα παιδιά, εκείνη την ώρα, με τα γέλια και τις χαρές, δεν κατάλαβαν με τίποτα.
Ξαφνικά το χαμόγελο του κύριου Σπύρου εξαφανίστηκε από τα χείλη του. Μια έκφραση απορίας είχε σχηματιστεί τώρα στο πρόσωπό του. Τα μάτια του δεν κοίταζαν τα παιδιά πια, αλλά πίσω, στη μάντρα, όπου στεκόταν ένα άλλο παιδί, το οποίο κοίταζε ανέκφραστο τα παιδιά να καλωσορίζουν τον κύριο Σπύρο.
- Ποιος είναι εκείνος που στέκεται στη μάντρα; ρώτησε ο κύριος Σπύρος, εξακολουθώντας να κοιτάει όλο και πιο επίμονα εκείνο το παιδί.
Τα παιδιά κοίταξαν κι εκείνα, κι αμέσως γύρισαν το κεφάλι τους δυσαρεστημένα.
- Παναγιώτη τον λένε, είπε κάποιος. Φέτος ήρθε στο σχολείο.
- Κι εκτός από καινούριος στο σχολείο, συνέχισε κάποιος άλλος, είναι και πολύ αντιπαθητικός.
- Γιατί; ρώτησε αγριεμένα ο κύριος Σπύρος. Εφτά χρόνια που γνωριζόμαστε, νομίζω ότι έχουμε μιλήσει για το θέμα του ρατσισμού, έτσι δεν είναι;
- Α. . .!Δεν είναι μόνο δικό μας φταίξιμο, φώναξε ένα κορίτσι, η Βάσω, σπάζοντας τη φούσκα που μόλις είχε φτιάξει με την τσίχλα της. Ναι, είναι αλήθεια ότι κι εμείς δε θέλουμε να κάνουμε παρέα μαζί του, αλλά κι αυτός από τη μεριά του δε φαίνεται και πολύ πρόθυμος να κάνει φίλους! Τη φωνή του δεν την ακούμε πάρα μόνο μέσα στο μάθημα!
- Μάλιστα, είπε μετά από λίγα δευτερόλεπτα ο κύριος Σπύρος, πιο ήρεμα αυτή τη φορά. Εντάξει, πάμε τώρα να συζητήσουμε στον ίσκιο, γιατί αυτή η ζέστη δε λέει να μας αφήσει ήσυχους.
Και σα σήκωσε το κεφάλι του, παρατήρησε ότι η μάντρα ήταν άδεια. Ο Παναγιώτης είχε εξαφανιστεί και όλοι απορούσαν πώς ξεγλίστρησε χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι. Ο κύριος Σπύρος άρχισε να σκέφτεται τι θα μπορούσε να κάνει τα παιδιά, αυτά τα τόσο καλά παιδιά, να μη θέλουν να γίνουν φίλοι με τον Παναγιώτη. Το βλέμμα του; Η τάση του προς την απομόνωση; Τι θα μπορούσε να του είχε συμβεί και αντιδρούσε έτσι;
Έκατσαν στη μάντρα κι άρχισαν να συζητούν, έχοντας ήδη ξεχάσει την απουσία του Παναγιώτη. Ο κύριος Σπύρος τους είπε ότι φέτος θα ανέβαζαν ένα έργο που λεγόταν ΄΄Ήμουν δεκατριών χρονών΄΄ και φυσικά, το είχε γράψει ο ίδιος. Το θέμα του ήταν κοινωνικό και σύμφωνα με τον κύριο Σπύρο πάντα, περνούσε πολλά μηνύματα.
- Ωραία, είπε χαρούμενη η Βάσω, η οποία δεν είχε φτύσει ακόμα την τσίχλα της. Θα έχω τον πρώτο γυναικείο ρόλο! Είμαι σίγουρη!
Κανείς δεν έδωσε σημασία στα λόγια της κι η κουβέντα συνεχίστηκε κανονικά.
Ο κύριος Σπύρος έδωσε ραντεβού στα παιδιά σε δύο μέρες, στο ίδιο μέρος και την ίδια ώρα, όπου θα γινόταν και η διανομή των ρόλων και, αφού τα χαιρέτησε, έφυγε, αφήνοντάς τα να παίξουν.
Στο δρόμο που πήγαινε για το σπίτι, όπου και θα τον φιλοξενούσε ένας φίλος από παλιά, συνάντησε κάποιον, που μόνο αυτόν δεν περίμενε να δει. Ο Παναγιώτης ερχόταν προς το μέρος του, κι αυτή την ευκαιρία, ο κύριος Σπύρος δε θα την άφηνε ανεκμετάλλευτη.
- Γεια σου, του είπε ο κύριος Σπύρος όταν τον έφτασε. Γιατί έφυγες από το σχολείο τόσο απότομα, χωρίς να σε καταλάβει κανείς;
- Κύριε Σπύρο, ξέρετε, απάντησε ήρεμα το παιδί, δεν είχα σκοπό να βρεθώ στο σχολείο. Τυχαία ήμουν εκεί. Όταν κατάλαβα λοιπόν ότι συζητούσατε για εμένα, έφυγα γιατί ένιωθα αμήχανα.
- Παναγιώτη, πρέπει να. . .
- Ακούστε, τον διέκοψε ο Παναγιώτης σηκώνοντας τον τόνο της φωνής του. Ξέρω τι θέλετε να μου πείτε. Κι εγώ σας απαντώ, γιατί φαίνεστε καλός άνθρωπος. Όταν πέθαναν οι γονείς μου σε τροχαίο και ήρθα εδώ, στον παππού και τη γιαγιά μου, κανείς από αυτούς που μ' έστειλαν εδώ δε σκέφτηκε ότι μπορεί να ήθελα να μείνω εκεί που ζούσα πριν, με τους θείους και τους φίλους μου! Είχα φίλους εκεί! Δε θέλω να κάνω άλλους εδώ! Να γυρίσω πίσω θέλω! Μα δε γίνεται!
Σαν τελείωσε, έφυγε τρέχοντας χωρίς να ακούσει τον κύριο Σπύρο, ο οποίος έμεινε εκεί, ακίνητος και σκεφτικός για αρκετή ώρα. Όλα του τα είπε τόσο γρήγορα και χωρίς κανένα δισταγμό.
"Για να μιλήσει έτσι σ' έναν άγνωστο," σκέφτηκε ο κύριος Σπύρος, "μάλλον αυτά που είπε θα τα κράταγε πολύ καιρό μέσα του."